Αντιπηκτικά
Χορηγούνται για την αποφυγή εγκεφαλικού επεισοδίου λόγω των θρόμβων που μπορεί να δημιουργηθούν μέσα στον αριστερό κόλπο και υπάρχει ενδεχόμενο να μετακινηθούν στα εγκεφαλικά αγγεία και να προκαλέσουν εγκεφαλικό επεισόδιο.
Αρχικώς, μόλις γίνει η διάγνωση της αρρυθμίας χορηγείται ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους υποδόρια ή ηπαρίνη ενδοφλεβίως. Μετά την ανάταξη, η συνέχιση της αντιπηκτικής αγωγής γίνεται σίγουρα για 4 εβδομάδες. Το αν θα συνεχιστεί μετά, εξαρτάται από το επίπεδο του θρομβοεμβολικού και αιμορραγικού κινδύνου του ασθενή.
Το επίπεδο του θρομβοεμβολικού κινδύνου καθορίζεται βάσει του CHA2DS2VAS score που μετράται βάσει της ύπαρξης των παρακάτω παραγόντων: καρδιακή ανεπάρκεια, αρτηριακή υπέρταση, ηλικία μεγαλύτερη των 75 ετών, σακχαρώδης διαβήτης, εγκεφαλικό επεισόδιο, περιφερική αγγειοπάθεια και φύλο, σε ασθενείς με score μεγαλύτερο των 2 πόντων γίνεται έναρξη αντιπηκτικής αγωγής.
Το επίπεδο του αιμορραγικού κινδύνου καθορίζεται βάσει του HAS BLED score, το οποίο καθορίζεται από την ύπαρξη των κάτωθι παραγόντων: αρτηριακή πίεση, νεφρική ή/και ηπατική δυσλειτουργία, αιμορραγικό εγκεφαλικό, τιμή INR, ηλικία, λοιπά φάρμακα.
Τα αντιπηκτικά που χορηγούνται μπορεί να είναι είτε ανταγωνιστές βιταμίνης Κ (sintrom- η δοσολογία εξαρτάται από μια αιματολογική εξέταση που ονομάζεται INR και βάσει αυτής καθορίζεται η δόση), είτε νεότερα αντιπηκτικά (dabigatran, rivaroxaban και apixaban) που η δοσολογία είναι σταθερή και δεν χρειάζεται κάποια αιματολογική εξέταση.